WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in comparison adv (when compared: to [sth] else)σε σύγκριση με κπ/κτ περίφρ
  συγκριτικά περίφρ
  (επίσημο)εν συγκρίσει περίφρ
 Yes, John's quite tall - but Ollie's a giant in comparison.
 Ναι ο Τζον είναι πολύ ψηλός. Ο Όλι όμως είναι γίγαντας σε σύγκριση με τον Τζον.
in comparison with [sth/sb],
in comparison to [sth/sb]
prep
(when compared to)σε σύγκριση με κπ/κτ, σε σχέση με κπ/κτ περίφρ
  (επίσημο)εν συγκρίσει με κπ/κτ περίφρ
 In comparison with John, Ollie's a giant.
 In comparison to you, she's just an amateur.
 Σε σύγκριση με τον Τζον ο Όλι είναι γίγαντας. // Σε σύγκριση με σένα εκείνη είναι απλά ερασιτέχνης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
pale in comparison v expr figurative (seem inferior to [sth])ωχριώ ρ αμ
 Anna's husband is out of work and two of her sons are in jail; when I think about her life, my problems pale in comparison.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in comparison' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in comparison στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in comparison».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!